ἐπικεφάλαιον

ἐπικεφάλαιον
ἐπικεφάλαιον, ου, τό poll tax (Aristot., Oec. 2, 1346a, 4; pap) Mk 12:14 v.l. (for κῆνσον).—DELG s.v. κεφαλή. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπικεφάλαιον — ἐπικεφάλαιος of masc acc sg ἐπικεφάλαιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικεφάλαιος — ἐπικεφάλαιος, ον (AM) 1. αυτός που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι 2. (για φόρο) αυτός που καταβάλλεται κατ’ άτομο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικεφάλαιον α) κεφαλικός φόρος β) κατάλογος, μητρώο γ) μέτρο βάρους ίσο με δύο δίδραχμα*. επίρρ... ἐπικεφαλαίως …   Dictionary of Greek

  • κήνσος — κῆνσος, ου, ὁ (ΑΜ) 1. απογραφή και διατίμηση κτημάτων προκειμένου να επιβληθεί ανάλογη φορολογία 2. ο φόρος που οριζόταν κατά κεφαλήν, ο κεφαλικός φόρος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος νομίσματος επικεφάλαιον» νόμισμα αξίας ενός δηναρίου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”